- στάχι
- (I)το(παλ. τ.) βλ. στάχυ.————————(II)τὸ, Αείδος μίλτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσταχυς — ἄσταχυς, ο (Α) 1. το στάχι 2. είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθεματικό) + στάχυς, ενώ κατ άλλη άποψη, το α πιθ. να προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά] … Dictionary of Greek
ανθέριξ — ἀνθέριξ, ο (Α) [αθήρ] η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας 2. το ίδιο το στάχι 3. ο ανθέρικος … Dictionary of Greek
αποκαλαμιά — η η καλαμιά των σιτηρών, ό,τι μένει από το στάχι μετά τον θερισμό … Dictionary of Greek
στάχυ — και παλ. τ. στάχι, το, Ν 1. το στέλεχος, το καλάμι τών δημητριακών 2. το επάκριο τμήμα τού βλαστού τών αγρωστωδών και ιδίως τού σιταριού που φέρει τα σπέρματα τού φυτού, τους σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < *στάχ ιον, υποκορ. τού στάχυς*] … Dictionary of Greek
σταχυούμαι — όομαι, Α [στάχυς] ωριμάζω σαν στάχι, ξεσταχιάζω … Dictionary of Greek